- υπομάσθιος
- -ον, ΜΑβλ. ὑπομάστιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπομάσθιον — ὑπομάσθιος masc/fem acc sg ὑπομάσθιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομάσθια — ὑπομάσθιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομάστιος — και ὑπομάσθιος, ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μαστό και, κυρίως για βρέφος, αυτός που θηλάζει, υπομάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαστός / μασθός + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek